15/3/16

ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΑ ΚΑΚΟΥ, 2015



Η ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
      Τι και πόθεν το κακό; Είναι το κακό κάτι το βαθύ ή, μήπως, είναι κάτι το επιφανειακό, κάτι που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σκέψης και κρίσης; Είναι το κακό κάτι το ριζικό ή είναι κάτι το κοινότοπο και επιδερμικό, κάτι που βρίσκεται γύρω μας και που δεν μας τρομάζει με μια αποκρουστική, κτηνώδη, τερατώδη μορφή;
      12 χρόνια χωρίζουν την Καταγωγή του Ολοκληρωτισμού, 1951, από την Κοινοτοπία του Κακού, 1963. Η πνευματική πορεία της (Γερμανο-Εβραίας  και ακολούθως Αμερικανο-Εβραίας) Hannah Arendt, σ' αυτά τα 12 χρόνια, διακρίνεται από μια σταθερή άποψη αλλά και από μια σημαντική μεταστροφή. Η σταθερή άποψη: ο ολοκληρωτισμός επεμβαίνει σε κάθε πτυχή της ζωής των ατόμων αφού πρώτα τα έχει απομονώσει στην πιο απελπιστική και καταθλιπτική ατομικότητά τους. Το απομονωμένο, εξουδετερωμένο ηθικά άτομο επιδιώκει τελικώς την πάση θυσία προσχώρησή του στον ολοκληρωτισμό για να αποκτήσει νόημα η άθλια ζωή του. Ο ολοκληρωτισμός παράγει το κακό και ταυτόχρονα τρέφεται από το κακό. Η νέα άποψη: το κακό είναι κοινότοπο και εξωφρενικά επιφανειακό. Δεν είναι βαθύ και ριζικό, όπως νομίσαμε κάποτε.
      Ο απαραίτητος όρος επιτυχίας ενός ολοκληρωτικού συστήματος είναι πράγματι ο αποκλεισμένος στην μίζερη μοναξιά του Eichmann, που θα κάνει τα πάντα, χωρίς καμία ηθική αναστολή, για να ανήκει σε ένα πομπώδες κίνημα και ένα τρομακτικά αποτελεσματικό σύστημα. Ο Eichmann, όμως, δεν είναι το τέρας. Ο Eichmann φαίνεται να είναι ένας "κανονικός" άνθρωπος. Μπορεί να στέλνει εκατομμύρια Εβραίους στα κρεματόρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αλλά ό,τι πράττει, το πράττει εφαρμόζοντας τους νόμους των ανθρώπων και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμέλεια και τάξη. Γίνεται ο ειδικός της εξολόθρευσης των Εβραίων, αλλά όχι από κάποια βαθύτερα συναισθήματα μίσους εναντίον τους. Γιατί άραγε βρέθηκε, αναρωτιόταν το 1961 στα Ιεροσόλυμα, στο εδώλιο του κατηγορουμένου; Δεν ήταν αυτός ο ειδικός των ειδικών,  ο άριστος των αρίστων σε ένα "τεχνικό" ζήτημα που θα έβρισκε ή την "πολιτική λύση" ή την "τελική λύση" - δηλαδή ή την οργανωμένη μετανάστευση στην Παλαιστίνη ή την φυσική εξόντωση;
      Καθ' όλη την σχεδόν τετράμηνη δίκη, ο Eichmann προσπάθησε να πείσει τους δικαστές ότι δεν ήταν ένοχος με βάση το κατηγορητήριο που του απέδιδε "ταπεινά" κίνητρα. Θα είχε συνειδησιακό αυτο-έλεγχο ταπεινών κινήτρων μόνον εάν  δεν εκτελούσε το έργο που του είχε ανατεθεί. Δεν ήταν αντισημίτης κι ας οδηγούσε αμέτρητα μικρά εβραιόπουλα στον σίγουρο θάνατο. Ο Eichmann δεν διακρινόταν από φανατισμό και εμπάθεια. Μπορούσε για αυτό να επικαλεσθεί μια επιβεβαιωμένη μακρά συνεργασία του με ηγέτες του Σιωνιστικού κινήματος, πριν την έναρξη του πολέμου, με σκοπό την ομαλή μετακίνηση των Εβραίων στην Παλαιστίνη (βλ. υπόθεση και δίκη Kastner στο Ισραήλ - δεκαετία '50).
      Ήταν ένας "λογικός" άνθρωπος ο Eichmann.[1] Κανείς, ούτε οι δικαστές, ούτε η ίδια η νομική του υπεράσπιση, πίστεψε ποτέ τις αναφορές του σ' αυτήν την κοινότοπη συνειδησιακή διεργασία που πρόβαλλε ως μοναδικό κριτήριο το αυστηρά ορισθέν γι αυτόν καθήκον.[2]
      Η άμεση και οργίλη αντίδραση της διεθνούς Εβραϊκής κοινότητας απέναντι στην Arendt, μετά την έκδοση της Κοινοτοπίας του Κακού,  το 1963, έχει να κάνει, πρώτον, με την ευθεία και θαρραλέα αναφορά στις ευθύνες και στον παθητικό και μοιραίο ρόλο πολλών ηγετών των ανά την Ευρώπη Εβραϊκών κοινοτήτων στην διάρκεια της ναζιστικής περιόδου και του Ολοκαυτώματος. Η Arendt, σ' αυτό, επιβεβαιώνεται από τις μαρτυρίες και την ιστορική έρευνα. Έχει όμως να κάνει και με μια μεγάλη παρεξήγηση. Το ακραίο κακό (του ακραίου Άουσβιτς) έπαυε τώρα να περιγράφεται ως βαθύ, διεστραμμένο και σαδιστικό. Έπαιρνε την μορφή μιας "φυσιολογικότητας", μιας "κανονικότητας". Όμως αυτή η "φυσιολογικότητα", αυτή η "κανονικότητα", συνεπικουρούμενες από την έλλειψη σκέψης και κρίσης, δεν ήταν λιγότερο ένοχες για το μεγάλο έγκλημα. Επρόκειτο, απλώς, περί άλλου κατηγορητηρίου.
      Η Arendt παρακολούθησε ανελλιπώς την μακρά δίκη του Eichmann, και αυτό που είδε και για το οποίο έγραψε, στην Κοινοτοπία του Κακού, ήταν το αντίθετο από αυτό που φαντάζεται κάποιος που έχει εκ των προτέρων δαιμονοποιήσει το κακό, και που περιμένει το κακό να πάρει εκείνη την μορφή του βιβλικού φιδιού. Η Arendt, βεβαίως, πρέπει να πούμε, πουθενά δεν έγραψε ότι, δίπλα στον κυνικά "κανονικό" Eichmann, δεν υπήρξαν όλοι εκείνοι οι παρανοϊκοί τύποι των ναζί βασανιστών. Στάθηκε όμως σε μια συμπεριφορά που δεν θα έπρεπε να διαλάθει της προσοχής των αναλυτών του πολιτικού φαινομένου του ναζισμού. Χωρίς αυτούς τους "κανονικούς" και "επιμελείς", δεν υφίσταται ολοκληρωτισμός, αλλά μια τυραννία, με τους γνωστούς - έστω μικρούς - βαθμούς ελευθερίας της τυραννίας.
      Στον ολοκληρωτισμό υπάρχει μηδενικός βαθμός ελευθερίας. Στον ολοκληρωτισμό ελέγχεται το σώμα και η σκέψη τόσο, ώστε η κάθε ελπίδα να καταρρέει πριν καν γεννηθεί. Το σώμα και η σκέψη του Eichmann είχαν παραδοθεί ολοκληρωτικά στο ναζιστικό σύστημα εξουσίας με το πρώτο κιόλας κέλευσμα. Για την Arendt, η τρομερή σκιά του ολοκληρωτισμού συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι εδώ φαίνονται να είναι εξ ίσου επιφανειακοί, εξ ίσου στερημένοι ιδιαίτερης προσωπικότητας, εξ ίσου ευεπίφοροι στα παραγγέλματα των ιεραρχικά ανωτέρων τους, ανεξαρτήτως της απαξίας του παραγγέλματος. Η σκέψη και η κρίση εδώ εξέλιπαν.
      Για την έλλειψη σκέψης και κρίσης, που η πολιτική φιλόσοφος αποδίδει στον ναζί εγκληματία πολέμου, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η "φιλολογική" ανάλυση που επιχειρεί η Arendt στην δομή του λόγου του στο δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος μιλάει διαρκώς με φράσεις κλισέ (τα γερμανικά των ναζί), μιλάει δηλαδή με το στόμα και το μυαλό ενός άλλου. Η Arendt, που γνωρίζει τα γερμανικά ως μητρική γλώσσα, αντιλαμβάνεται την δυσκολία των μεταφραστών. Ο Eichmann νομίζει ότι γίνεται αντιληπτός, ενώ στην πραγματικότητα δεν γίνεται.
Ό,τι έλεγε, ήταν πάντα το ίδιο, εκφραζόμενο με τις ίδιες πάντα λέξεις. Όσο περισσότερο τον άκουγες, τόσο περισσότερο καταλάβαινες ότι η ανικανότητά του να μιλήσει συνδεόταν άμεσα με την ανικανότητά του να σκεφθεί. Καμία επικοινωνία δεν ήταν δυνατή μαζί του, όχι επειδή ψευδόταν, αλλά επειδή περιβαλλόταν από τον ασφαλέστερο φρουρό εναντίον των λέξεων και της παρουσίας των άλλων. (Arendt 1965/1963, σ.51.)
      Επίσης, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά στους λίγους εκείνους που διαφοροποιήθηκαν. Το έπραξαν όχι μόνον με κίνδυνο της ζωής τους, αλλά και κρίνοντας με κριτήρια και αξίες που είχαν προηγουμένως εξοβελισθεί από τον ναζιστικό ολοκληρωτισμό:
Αυτοί οι λίγοι που ήταν ακόμη σε θέση να διαχωρίσουν το σωστό από το λάθος το έκαναν ορμώμενοι από τις εντελώς δικές τους κρίσεις, και έτσι έπραξαν ελεύθερα. Δεν υπήρχαν κανόνες να ακολουθήσεις για να υπαγάγεις τις περιπτώσεις με τις οποίες ερχόσουν αντιμέτωπος. Είχες να αποφασίσεις ξεχωριστά για κάθε περίπτωση, καθώς αυτή εμφανιζόταν μπροστά σου, διότι δεν υπήρχαν κανόνες για αυτό που δεν είχε προηγούμενο. (Arendt 1965/1963, p.295.)
      Σε μια κοινωνία στρατοπέδων συγκέντρωσης, το να μη σκέφτεσαι με κλισέ τρόπους και επίσης το να σκέφτεσαι παρακάμπτοντας τους υφιστάμενους κανόνες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να κρίνεις.
      Το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ου αιώνα δεν είναι αυτό που έγινε από μια οργανωμένη συμμορία αιμοδιψών πολιτικών ή στρατιωτικών, που ως αιμοδιψείς διακρίνονται και ξεχωρίζουν εύκολα.  Το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ου αιώνα είναι αυτό που έγινε από τους πολλούς, τους πάρα πολλούς, "κανονικούς" ανθρώπους που έκαναν απλά την "δουλειά" τους.
      Αν όλα είναι οργάνωση, λειτουργία, "δουλειά", "νομιμότητα", τότε γιατί δικάσθηκε και καταδικάσθηκε ο Eichmann στα Ιεροσόλυμα; Το δικαστήριο στα Ιεροσόλυμα δεν έθεσε ποτέ ένα τέτοιο ερώτημα στον εαυτό του. Δεν ασχολήθηκε με το κοινότοπο κακό των πολλών, των πάρα πολλών, που συνετέλεσαν στην επιτυχία του πιο αποτρόπαιου εγχειρήματος που αναλήφθηκε ποτέ επί της γης.
      Αποφάνθηκε το δικαστήριο ότι ο Eichmann υπήρξε το απόλυτο κακό, ο δαίμονας, το φίδι, ικανοποιώντας την κοινωνία του Ισραήλ, που ήθελε εκείνο τον καιρό να δει το φίδι ζωντανό και μετά νεκρό, χωρίς να χρειάζεται να μπει στις λεπτομέρειες των μαζικών ψυχικών διεργασιών του ναζισμού. Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι οι 112 συνολικά μάρτυρες, που παρουσιάσθηκαν να καταθέσουν τις ανείπωτες κακουχίες τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήταν αυτοί που για πρώτη φορά, δεκαέξι χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, απελευθέρωσαν τα στόματα των επιζώντων να μιλήσουν επιτέλους δημόσια για ό,τι έμενε ακόμη κρυφό και ανεπούλωτο. Η δίκη καταγράφηκε τηλεοπτικά και μεταδόθηκε παντού και, σήμερα, χάρη στο Διαδίκτυο και το YouTube, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον ανέκφραστο και ενίοτε απορημένο Eichmann, μέσα στο προστατευτικό γυάλινο κουβούκλιο, όπως και τους μάρτυρες, ένα - ένα, να καταθέτουν την για πάντα τραυματισμένη ψυχή τους, να κομπιάζουν, να λιποθυμούν, να ξεσπούν. Η δίκη είχε πάρει από την αρχή, και κατά την δήλωση του Μπεν Γκουριόν, ιστορικού ηγέτη του Ισραήλ, ένα παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα για την νέα γενιά των Ισραηλινών και των Εβραίων ανά τον κόσμο. Έπρεπε όλοι να μάθουν.[3]
      Η πιο οργίλη τελικώς κριτική εναντίον της Arendt προήλθε από ένα παλιό φίλο από τα κοινά χρόνια της Γερμανίας, τον Gershom Scholem, μελετητή του εβραϊκού μυστικισμού, με ιδιαίτερη επιρροή στα γράμματα και τα πράγματα του Ισραήλ και της Εβραϊκής διασποράς. Στην δια δημοσίων επιστολών αντιπαράθεση των δύο πρώην φίλων, και μετά τον χαρακτηρισμό από πλευράς Scholem της "κοινοτοπίας του κακού" ως ενός φτηνού συνθήματος, πόρρω απέχοντος από το βαθύ και "ριζικό" κακό της Καταγωγής του Ολοκληρωτισμού, η Arendt έδωσε την εξής απάντηση:
Έχεις απόλυτο δίκιο αγαπητέ. Άλλαξα γνώμη και δεν μιλάω πλέον για "ριζικό κακό"... Κατά την γνώμη μου το κακό δε είναι ποτέ ριζικό, είναι μόνο ακραίο, και δεν διαθέτει μήτε βάθος μήτε δαιμονική διάσταση. Μπορεί να μεγαλώσει και να ρημάξει τον κόσμο ακριβώς επειδή απλώνεται σαν την μούχλα στην επιφάνεια. Φοβάται την σκέψη επειδή η σκέψη προσπαθεί πάντα να φθάνει σε κάποιο βάθος, να πηγαίνει στις ρίζες... Μόνο το καλό έχει βάθος και είναι ριζικό. (Villa 1999, p. 55.)
      Το 1996, κυκλοφόρησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες οι Πρόθυμοι Δήμιοι του Χίτλερ. Ένας νέος Αμερικανο-Εβραίος ιστορικός, ο Daniel Goldhagen, μετά από έρευνα στα ναζιστικά αρχεία και πρακτικά κατέληγε σε ένα συμπέρασμα που θα αναστάτωνε για άλλη μια φορά την μέση Γερμανική συνείδηση και θα ξυπνούσε τους γνωστούς εφιάλτες της. Το Ολοκαύτωμα μπορούσε να το διαπράξει μόνον η Γερμανία! Η Γερμανική κουλτούρα, εμποτισμένη από αιώνες μίσους κατά των Εβραίων, ήταν αυτή που από θέσεως στρατιωτικής ισχύος θα οδηγούσε σχεδόν αναπόφευκτα στο μεγάλο έγκλημα του 20ου αιώνα. Συμμετείχε στο κακό όλη η Γερμανική κοινωνία, όλα τα τμήματά της, με δική τους πρωτοβουλία το καθένα, και όχι ένεκα φόβου και πίεσης άνωθεν. Υπήρξαν πάρα πολλές καταγεγραμμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δήμιοι είχαν την δυνατότητα να αποφύγουν την εκτέλεση μιας διαταγής μαζικής εκτέλεσης, και όμως η διαταγή θα εκτελείτο με απερίγραπτη προθυμία όση και αγριότητα. Οι δήμιοι δεν βρίσκονταν απέναντι σε ανθρώπους, αλλά απέναντι σε "υπανθρώπους". Ποτέ, στην διάρκεια του Ολοκαυτώματος, δεν παρατηρήθηκε στενότης "προθύμων" για την εκτέλεση και της πιο ανήθικης διαταγής. Όχι, το κακό δεν είναι επιφανειακό και κοινότοπο, όπως ισχυρίσθηκε η Arendt. Έχει, κατά την άποψη του Goldhagen, το βάθος αιώνων μίσους. Οι Εβραίοι θύματα του Ολοκαυτώματος ήταν 6 εκατομμύρια και θα ήταν περισσότερα αν η Γερμανία δεν ηττάτο.
      Ο Daniel Goldhagen απαντούσε με αυτόν τον τρόπο και στους Συνηθισμένους Ανθρώπους του Εφεδρικού Αστυνομικού Τάγματος 101, βιβλίο του 1992 του Αμερικανού ιστορικού του Ολοκαυτώματος Christopher Browning. Ο Browning, ακολουθώντας την γραμμή της Arendt, παρουσίαζε του δήμιους της ναζιστικής δύναμης κατοχής στην Πολωνία ως "κανονικούς" ανθρώπους που προέβαιναν στις βάρβαρες πράξεις τους με "απροθυμία". Έκαναν απλώς την "δουλειά" τους, όσο βρόμικη και ανήθικη και αν ήταν αυτή.
      Η προέλευση του κακού απασχολεί τον άνθρωπο, αφοριστικά ή συνθετικά, απλοϊκά ή δραματικά και τραγικά, από την εποχή του Προπατορικού Αμαρτήματος. Ανάμεσα στον λειτουργισμό της Arendt και την πολιτιστική ερμηνεία του Goldhagen, υπάρχουν συνδυαστικές εκδοχές που αφορούν εξ ίσου το κακό. Το κακό, που ξεχειλίζει από το στόμα ενός με υστερία απευθυνόμενου στο πλήθος Φύρερ (ή Νεο-Φύρερ), είναι πιο εύκολα εντοπίσιμο και αντιμετωπίσιμο. Αυτό που είναι δύσκολα εντοπίσιμο και αντιμετωπίσιμο είναι το ιστορικό μεθοδικής καλλιέργειας μίσους που θα μετατραπεί κάποτε σε μαζική υστερία. Από την άλλη, το κακό που σαν την μούχλα απλώνεται στην επιφάνεια της κοινωνίας, είναι ευδιάκριτο ως κακό μόνον από σκεπτόμενους ανθρώπους. Χωρίς αυτή την σκέψη, η μούχλα μπορεί να φαντάζει ακόμη και σαν διακοσμητικό μανιτάρι και να επαινείται και να χειροκροτείται. Προσωπικά νομίζω ότι, όταν αναφερόμαστε στον ολοκληρωτισμό ως το πολιτικό σύστημα της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στο πνεύμα και στην ψυχή του ανθρώπου, τότε το πρώτο ζήτημα στο οποίο πρέπει να στρέφουμε την προσοχή μας είναι αυτό της μούχλας ως διακοσμητικού μανιταριού: η έλλειψη σκέψης και η άκριτη διεκπεραίωση της "δουλειάς", δηλαδή το κοινότοπο κακό της Arendt.[4]
      Η πρώτη νουβέλα του Γκύντερ Γκρας, του πολυγραφότατου Γερμανού συγγραφέα, Το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο, εκδόθηκε το 1959, δεκατέσσερα χρόνια μετά την Γερμανική ήττα. Πεζή γροθιά στο στομάχι των συμπατριωτών του. Ο Γκρας ήταν 32 χρόνων και αν είχε πεθάνει τότε (και όχι το 2015, στα 88), πάλι θα εθεωρείτο ο σημαντικότερος μεταπολεμικός συγγραφέας της χώρας του ακριβώς γι' αυτό: Προκάλεσε τους σιωπηλούς Γερμανούς της εποχής, άμεσους συμμέτοχους της προ ολίγων ετών θηριωδίας, να μιλήσουν, να αντιδράσουν επιτέλους. Φαίνονταν όλοι να παρακολουθούν τη νέα οικονομική απογείωση χωρίς μιλιά, χωρίς καμία αυτοκριτική διάθεση για το άμεσο παρελθόν, χωρίς ενοχή. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ το Άουσβιτς!
      Ξέρουμε, από οργανωμένες από τους Αμερικανούς δημοσκοπήσεις, που έγιναν μετά τον πόλεμο στη Γερμανία, ότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών εξακολουθούσε να αισθάνεται συμπάθεια για τον Χίτλερ. Έμοιαζαν λοιπόν οι Γερμανοί της εποχής με τον κεντρικό ήρωα-αφηγητή του Γκρας, τον Όσκαρ, που αρνήθηκε να μεγαλώσει φυσικο-σωματικά, διατηρώντας όμως ακμαίες κάποιες πνευματικές αλλά και μερικές όλως περίεργες φυσικές δυνατότητες. Ήταν η αίσθηση του ρυθμού στο ταμπούρλο που του επέτρεπε να παίζει σε τσίρκα αλλά κάποτε και σε συγκροτήματα τζαζ, αλλά ήταν και η ιδιότυπη  τσιριχτή φωνή του που του επέτρεπε να σπάει τζάμια και κρύσταλλα. Πέρασε ο Όσκαρ τα χρόνια πριν, κατά και μετά τον πόλεμο στη Γερμανία σαν ένας που αρνείται να μετάσχει στον κόσμο των μεγάλων, αρνείται να αναλάβει ευθύνες ενηλίκων. Γρήγορα όμως διαπίστωσε ότι αυτή η άρνηση δεν τον απάλλασσε από τα βάρη διαρκών κινδύνων και για να επιβιώσει μετήλθε τους πιο απίθανους, ακόμη και εγκληματικούς, τρόπους. Στο τέλος, κατηγορούμενος για ένα φόνο, καταλήγοντας σε ψυχιατρικό άσυλο, μας διηγείται τη ζωή του. Οι συμβολισμοί του ρυθμικού ταμπούρλου, των σπασμένων κρυστάλλων, της ανηλικότητας, του ασύλου είναι προφανείς για όποιον γνώρισε την ναζιστική Γερμανία.
      Αν και ο Γκρας έγραψε ποίηση, παραβιάζοντας την γνωστή αρχή του Αντόρνο -"Μετά το Άουσβιτς, δεν υπάρχει ποίηση!"-, η ποίησή του δεν θα μπορούσε να είναι η ποίηση που ξέραμε παλιά:

Έμμετρο Βρεφοκομείο

Ποιος γελάει εδώ; Ποιος γέλασε;
Εδώ έχουμε πάψει να γελάμε.
Το να γελάσεις εδώ είναι προδοσία.
Όποιος γελάει έχει ένα λόγο.

Ποιος κλαίει εδώ; Ποιος έκλαψε;
Εδώ το κλάμα είναι ανάρμοστο.
Το να κλαίς εδώ σημαίνει επίσης
ότι έχεις ένα λόγο.

Ποιος μιλάει εδώ; Ποιος δεν μιλάει;
Εδώ αποκηρύσσουμε τον άλαλο.
Το να μιλάς εδώ σημαίνει να κρύβεις
τους βαθύτερους λόγους μέσα σου.

-----------------------------------
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Arendt, H., 1976/1951. The Origins of Totalitarianism. London: Α Harvest Βοοκ.
Arendt, H., 1965/1963. Eichmann in Jerusalem. A Report on the Banality of Evil. N.Y.: Viking Press
Arendt, H., 1978/1975. The Life of The Mind. N.Y.: Α Harvest Βοοκ.
Browning, Ch., 1996/1992, Ordinary Men. Reserve Police Battalion 101 and the Final Solution in Poland. London: Penguin.
Reich, W., 1946/1933. The Mass Psychology of Fascism. N.Y.: Orgone Institute Press.
Goldhagen, D., 1996. Hitler’s Willing Executioners. Ordinary Germans and the Holocaust. N.Y.: Alfred A. Knopf.
Grass, G., 2009/1959. The Tin Drum. N.Y.: Houghton Mifflin Harcourt.
Grass, G., 1999. Novemberland. Selected Poems 1956-1993. N.Y.: Harcourt Brace.
Villa, D.R., 1999. Politics, Philosophy, Terror. Essays on the Thought of Hannah Arendt. Princeton:  Princeton University Press.

Ενημέρωση 21/11/2015


[1] Ένας, από τους 6 ψυχιάτρους που τον εξέτασαν, δήλωσε εμφατικά πως ο κατηγορούμενος παρέμενε πιο φυσιολογικός και από τον ίδιο.
[2] Κι ας επικαλέσθηκε ο μελετηρός κατηγορούμενος σε κάποια στιγμή της δίκης μέχρι και την κατηγορική προσταγή του Kant! (παραβλέποντας βέβαια τον βασικό όρο της καντιανής κατηγορικής προσταγής που θέλει τον άνθρωπο σκοπό και ποτέ μέσον).
[3] Δεν θα πρέπει, σε μια τέτοια συνοπτική αναφορά, να παραλείψουμε την σπουδαία εργασία πάνω στην μαζική ψυχολογία του φασισμού και του ναζισμού που παρουσίασε, ήδη από το 1933, ο Wilhelm Reich. Εγκαιρότερα και εναργέστερα από κάθε άλλον, δείχνει αυτός ο αμφιλεγόμενος και σίγουρα αδικημένος  Αυστριακός ψυχαναλυτής τον βαθμιαίο και συστηματικό ευτελισμό του ανθρώπου της ναζιστικής Γερμανίας, του "ανθρωπάκου" που αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο του ολοκληρωτικού συστήματος ανάμεσα σε συναισθήματα φόβου, ανικανότητας, δέους, ταύτισης με τον Φύρερ και επιθετικής υπεραναπλήρωσης του κενού προσωπικότητας.
[4] Η Arendt πρέπει να πιστωθεί με την συστηματική προσπάθεια, μοναδική σε τέτοια ένταση καθ' όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1950, να αναδειχθεί ως το πρώτο θέμα της πολιτικής φιλοσοφίας της εποχής η αιτία του κακού, τα βαθύτερα αίτια του ολοκληρωτισμού. Αν κρίνει κανείς την θεματική του πλούσιου έργου της αλλά και το (αν και ημιτελές) magnum opus της, The Life of the Mind, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της, γίνεται σαφές ότι η σκέψη, η κρίση, η απουσία σκέψης και κρίσης είναι αυτά του αναζητά η πολιτική φιλόσοφος ως πηγές της ικανότητας ή ανικανότητας να αποτρέπουμε τις καταστροφές.: "Η ικανότητα να κρίνουμε τα συγκεκριμένα, η ικανότητα να πούμε αυτό το συγκεκριμένο είναι λάθος ή αυτό το συγκεκριμένο είναι ωραίο, κοκ, δεν είναι η ίδια με την ικανότητα της σκέψης. Όμως, αυτές οι δύο ικανότητες συνδέονται και αλληλοεξαρτώνται όπως η συνείδηση και η συναίσθηση... Η εκδήλωση του ανέμου της σκέψης δεν είναι γνώση, είναι η ικανότητα να διακρίνουμε το σωστό από το λάθος και το όμορφο από το άσχημο. Και αυτή η ικανότητα, σε κάποιες στιγμές, όταν τα ζητήματα όλα τίθενται πάνω στο τραπέζι, μπορεί να προλάβει καταστροφές, τουλάχιστον για τον εαυτό μας." (Arendt 1978/1975, σ.Ι193.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.